μουσκίδι

μουσκίδι
το :

είμαι ( — или γίνομαι) μουσκίδι — быть промокшим, становиться мокрым, промокать


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "μουσκίδι" в других словарях:

  • μουσκίδι — το το αποτέλεσμα τού μουσκεύω, ολοκληρωτικό βρέξιμο («γίνομαι μουσκίδι» καταβρέχομαι). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μοσχίδιον, υποκορ. τού μόσχος (για τη σημ. τής λέξης βλ. μουσκεύω)] …   Dictionary of Greek

  • μουσκίδι — το ιού, το να είναι κανείς μούσκεμα, πολύ βρεγμένος: Τον έπιασε η βροχή και έγινε μουσκίδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταμουσκεύω — καταμούσκεψα, καταμουσκεύτηκα, καταμουσκεμένος, διαβρέχω κάποιον πολύ, τον καταβρέχω, τον κάνω μουσκίδι: Έβρεχε και ήρθε καταμουσκεμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»